- βρικολάκιασμα
- τοτο να βρικολακιάσει κανείς ή κάτι.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
βρικολάκιασμα — το [βρικολακιάζω] το να γίνει κάποιος βρικόλακας … Dictionary of Greek